Τους βλέπω στο facebook, είναι φίλοι απ’ τα παλιά, κάποτε κάναμε κοπάνες απ’ το σχολείο μαζί, κάποτε δουλεύαμε μαζί, κάποτε κάναμε θητεία μαζί, κάποτε συγκατοικούσαμε, κάποτε ήταν άνθρωποι με πολλά ενδιαφέροντα, κάποτε τους ζήλευα για την ικανότητα τους να ανακαλύπτουν πρωτοπορίες, να παθιάζονται με μουσικές, να διαβάζουν τα καλύτερα βιβλία, να διοργανώνουν τα καλύτερα πάρτι, να πηγαίνουν στα πιο ψαγμένα μαγαζιά. Και σήμερα δε λένε τίποτα. Ζήσαμε μαζί την προ-ολυμπιακή Αθήνα με τα σπασμένα πεζοδρόμια, τα μπάζα, τα αναχώματα, τις ατέλειωτες διαδρομές των αστικών λεωφορείων, μετά την αισιοδοξία ότι η ζωή μας και η Αθήνα αλλάζουν, τις άγριες εξερευνήσεις στην κοιλιά της πόλης, την προσδοκία της μεταμόρφωσης του βαρετού μητροπολιτικού κέντρου σε πολύχρωμη παλέτα εθνών όπως το περιέγραφαν τότε τα φρη πρες. Οι περισσότεροι από αυτούς διαφημιστές, επικοινωνιολόγοι, μαρκετινίστες, πάντα προσηλωμένοι με θρησκευτική ευλάβεια στην καριέρα τους, συνεχίζουν και σήμερα τις ίδιες βουβές ασυνάρτητες διαδρομές τους σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα, εξακολουθούν να ακούνε τις καλύτερες μουσικές, μέσα από το facebook κάνουν τσεκ ιν στα καλύτερα πάρτι, μας ενημερώνουν για τα υπέροχα ταξίδια τους στο εξωτερικό και περιφέρουν σαν ιερά σινδόνη το κουφάρι των τελευταίων διαφημιστικών τους προϊόντων που δεν μπορεί να αγοράσει πια κανείς. Αν χρειαστεί φυσικά θα την κάνουν για έξω, που να χαραμίζονται εδώ, εξάλλου αυτοί είναι τόσο νέοι και τόσο καταξιωμένοι, υπήρξαν τα καλύτερα μυαλά μιας εποχής που τέλειωσε εδώ και καιρό κι αυτοί δεν είδαν τίποτα, δεν άκουσαν τίποτα, δε λένε τίποτα.
Τους βλέπω ακόμα στο κέντρο της Αθήνας, στα μέρη που πηγαίναμε μαζί τότε και δεν έχει αλλάξει το παραμικρό. Με το άψογο βρετανικό τους φλέγμα που υιοθέτησαν απ’ τις σπουδές στο εξωτερικό βρέχουν τα φιλήσυχα μουστάκια τους σε ακριβά κοκτέηλς και δε λένε τίποτα. Τους βλέπω να παίρνουν φιλήδονες πόζες μπροστά στα τελευταία κουφάρια του lifestyle, να ξεφυλλίζουν interior design περιοδικά της προηγούμενης δεκαετίας, να στενοχωριούνται με τα ζώδια της ημέρας, να περιμένουν σε ουρές για ένα ακόμα άχρηστο gadget, να φουσκώνουν από υπερηφάνεια για τους εικονικούς τους followers και να μη λένε τίποτα. Μεταξύ τους μιλάνε μόνο για όσα έχουν ήδη χρεοκοπήσει, τις μάρκες των κακοραμμένων ρούχων τους, τις τιμές των γρήγορων αυτοκινήτων τους, τα χρώματα των άβολων επίπλων τους, τα σχήματα των άσχημων συσκευών τους, την γεύση των χαλασμένων κρασιών τους, τις θερμίδες των άνοστων φαγητών τους. Νερόβραστοι απολιτίκ χωρίς γνώμη αλλά με άποψη για όλα, γι’ αυτούς η φτώχεια, η ανεργία, η κρατική βία είναι εικονικά ολογράμματα σε μεσημεριανές εκπομπές, κάτι έχουν ακουστά για siemens, βατοπέδια, offshores, εξοπλιστικά προγράμματα, μαύρο πολιτικό χρήμα, λίστες λαγκάρντ, όλα αυτά όμως δεν τους αφορούν. Παραμένουν οι τελευταίοι ανυποχώρητοι και αψεγάδιαστοι υπερασπιστές του cool γιατί αυτό έμαθαν ότι είναι ο σκοπός της ζωής τους, ανυποψίαστοι ακόμα για την προσωπική τραγωδία που τους περιμένει στη γωνία.
Τους βλέπω στα πρακτορεία ΠΡΟ-ΠΟ να τζογάρουν σιωπηλά τη θλίψη τους στο ΚΙΝΟ και στα σουπερμάρκετ με κουπόνια του Πρώτου Θέματος στο χέρι να ψάχνουν τις πιο συμφέρουσες προσφορές απορρυπαντικών, τους βλέπω σκυφτούς σε στάσεις λεωφορείων, σε ουρές νοσοκομείων, στα σκαλάκια εκκλησιών να περιμένουν μάταια κάποιο θαύμα, βλέπουν βουβοί τα νομοσχέδια να περνούν, το ναζισμό να παρελαύνει, τα παιδιά τους να διαπομπεύονται, βουλιάζουν στην κατάθλιψη και δε λένε τίποτα. Τους βλέπω να ανέχονται σιωπηλά όσα μας τρομάζουν, νοσοκομεία χωρίς γάζες και οινόπνευμα, σχολεία χωρίς θέρμανση, δικαστήρια να αθωώνουν ζαρντινιέρες, νόμους να καταργούν την αξιοπρέπειά, εργολάβους να χτίζουν στο χάος, τραπεζίτες να ανταμείβονται από το κράτος για τις ζημιές τους, χρεοκοπημένους εκδότες να προπαγανδίζουν τον φόβο. Συνήθισαν τις μειώσεις των μισθών τους, τους απολυμένους συγγενείς τους, τα συσσίτια μπροστά στο σπίτι τους, τον εκφασισμό του κράτους, τα ανοιγμένα κεφάλια της αστυνομίας, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, την εξουσιομανία αυτών που τους πουλάνε και τους αγοράζουν φτηνά στα χρηματιστήρια των διεθνών τοκογλυφικών οργανισμών. Και συνεχίζουν να καταναλώνουν στημένες δημοσκοπήσεις, πειραγμένα βίντεο, αλλοιωμένες ειδήσεις, αναξιόπιστες στατιστικές, μουδιάζουν από φόβο μπροστά στα κυβερνητικά διαγγέλματα και δε λένε τίποτα, μόνο αγωνιούν για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας λες κι αυτό θα σήμαινε το παραμικρό για τη μίζερη ζωούλα τους.
Τους βλέπω καθισμένους αναπαυτικά στους καναπέδες τους με ένα μπολ ποπ κορν στο χέρι να παρακολουθούν τις ειδήσεις του ΣΚΑΪ και να θυμώνουν με τους απεργούς που δεν βάζουν πλάτη να σωθεί η χώρα. Τους βλέπω να γκρινιάζουν στριμωγμένοι στην κίνηση στον Κηφισό ή στην Πέτρου Ράλλη, ακούγοντας την πρωινή ζώνη του ραδιοφώνου, να σκέφτονται πως θα βγάλουν το μήνα, να φρίττουν με τις εστίες ανομίας. Την ίδια ώρα η αστυνομία διαλύει απεργίες, συλλαμβάνει απεργούς, κηρύσσεται επιστράτευση, σε λίγο θα βγάλουν και τα τανκς στο δρόμο για να υπερασπιστούν τις καρέκλες τους, κι αυτοί βουβοί και άπραγοι διαλογίζονται με το νέο μάντρα της εποχής «τα νέα μέτρα είναι επώδυνα αλλά αναγκαία, τα νέα μέτρα είναι επώδυνα αλλά αναγκαία, τα νέα μέτρα είναι επώδυνα αλλά αναγκαία» και τι να κάνεις δηλαδή, πάνω απ’ όλα η αστική νομιμότητα, πάνω απ’ όλα το ευρώ, πάνω απ’ όλα να υπάρχει δουλίτσα κι ας μη ζει κανείς με το μισθό του πια.
Τους βλέπω όλους αυτούς και καταβάλλω φιλότιμες προσπάθειες να μπω στα παπούτσια τους, να δω πως σκέφτονται, να νιώσω κι εγώ για μια στιγμή “έντιμος άνθρωπος, κυρ-Παντελής”. Και χαίρομαι που δεν τους καταλαβαίνω. Και χαίρομαι που κάπου κάπου, μέσα από τα σπλάχνα της ιστορίας, ξεπηδούν και μερικοί μη έντιμοι άνθρωποι. Κι ευγνωμονώ αυτούς τους αδίσταχτους άνομους που κρεμάστηκαν στα δικαστήρια του Σικάγου κι εκείνους που δολοφονήθηκαν στην πλατεία Ταχρίρ και όσους άλλους άνομους πότισαν με αίμα τους δρόμους των μεγαλουπόλεων. Και χαίρομαι που σε τόσες αποστροφές της ιστορίας, υπήρξαν κάποιοι που αρνήθηκαν να γίνουν τα τσιράκια του άρχοντα ηλιθίου, που ξεντύθηκαν τα σαβανωμένα συνολάκια της σκονισμένης νεολαίας, που τίναξαν τη σκόνη απ’ τα μυαλά τα δικά τους και των άλλων.
Και νιώθω σα να είμαι πάνω σε μια μοτοσυκλέτα, λίγο πριν από αναστροφή, και δεν βλέπω τι έχει από πίσω, μα ακούω φωνές και βήματα, προσπαθώ να διακρίνω μορφές πίσω από τον κουρνιαχτό, αναπνέω άλλες ιδέες πασπαλισμένες με δακρυγόνα και κροτίδες, τη μυρωδιά του αίματος και της ζωής.
Και θέλω να πω σε όλους αυτούς τους σιωπηλούς πλειοψηφούντες, τους κοπαδίτες τους βουβούς, πως πάντα σ’ αυτόν τον κόσμο που με φωτιά και με μαχαίρι προχωρεί, ήταν οι αδίσταχτες άνομες μειοψηφίες που έφερναν τον αέρα του μέλλοντος και τις ανατρεπτικές αλλαγές.
Πως και τούτη η εποχή είναι από ‘κείνες που διαλέγουμε όλοι μας αν θα υποταχτούμε στο φόβο ή αν θα τον αντιμετωπίσουμε, κοιτώντας τον στα μάτια, έστω και με μάτια τρομαγμένα.
Πως τώρα ήρθε η ώρα να μιλήσουμε.